λεκτίνη

λεκτίνη
η
βιοχ.-ιατρ. πρωτεϊνική ουσία εξαγόμενη από σπέρματα φυτών η οποία προκαλεί συγκόλληση τών ερυθρών, η αιμοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lectin (< λατ. lectus, μτχ. παρακμ. τού λατ. legere «συλλέγω») + κατάλ. -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”